- ρυμοτομώ
- ῥυμοτομῶ, -έω, ΝΜΑτέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόληαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῑταιεἰς ὀρθὸν κόπτεται».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. αὐλακο-τομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.